Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεπισπάω
ἀντεπίσταλμα
ἀντεπισταλτικός
ἀντεπιστάτης
ἀντεπιστέλλω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιστρέφω
ἀντεπιστροφή
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτείνω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
View word page
ἀντεπιτειχίζω
raise a counter-work, to build a fort in enemy territory
ShortDef
raise a counter-work, to build a fort in enemy territory
Debugging
Headword:
ἀντεπιτειχίζω
Headword (normalized):
ἀντεπιτειχίζω
Headword (normalized/stripped):
αντεπιτειχιζω
IDX:
8445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8446
Key:
Data
{'content': 'raise a counter-work, to build a fort in enemy territory'}