Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
σύνδυο
συνδύομαι
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνδωρέομαι
συνεαρίζω
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγράφω
συνεγγυάω
συνεγγύη
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεγκαίω
συνεγκηδεύω
συνεγκλίνω
συνεγκωμιάζω
συνέδρα
View word page
συνεγγισμός
a drawing near together

ShortDef

a drawing near together

Debugging

Headword:
συνεγγισμός
Headword (normalized):
συνεγγισμός
Headword (normalized/stripped):
συνεγγισμος
IDX:
84453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84454
Key:

Data

{'content': 'a drawing near together'}