Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδυαίνω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
σύνδυο
συνδύομαι
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνδωρέομαι
συνεαρίζω
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγράφω
συνεγγυάω
συνεγγύη
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεγκαίω
συνεγκηδεύω
συνεγκλίνω
View word page
συνεαρίζω
pass the spring with

ShortDef

pass the spring with

Debugging

Headword:
συνεαρίζω
Headword (normalized):
συνεαρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεαριζω
IDX:
84451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84452
Key:

Data

{'content': 'pass the spring with'}