Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδρωπακίζω
συνδυάζω
συνδυαίνω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
σύνδυο
συνδύομαι
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνδωρέομαι
συνεαρίζω
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγράφω
συνεγγυάω
συνεγγύη
View word page
σύνδυο
two together, two and two, in pairs
ShortDef
two together, two and two, in pairs
Debugging
Headword:
σύνδυο
Headword (normalized):
σύνδυο
Headword (normalized/stripped):
συνδυο
IDX:
84446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84447
Key:
Data
{'content': 'two together, two and two, in pairs'}