Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδρωπακίζω
συνδυάζω
συνδυαίνω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
σύνδυο
συνδύομαι
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνδωρέομαι
συνεαρίζω
συνεγγίζω
συνεγγισμός
View word page
συνδυασμός
a being taken two together

ShortDef

a being taken two together

Debugging

Headword:
συνδυασμός
Headword (normalized):
συνδυασμός
Headword (normalized/stripped):
συνδυασμος
IDX:
84443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84444
Key:

Data

{'content': 'a being taken two together'}