Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδρωπακίζω
συνδυάζω
συνδυαίνω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
συνδυναστεύω
σύνδυο
συνδύομαι
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνδωρέομαι
View word page
συνδυάζω
to join two and two, couple
ShortDef
to join two and two, couple
Debugging
Headword:
συνδυάζω
Headword (normalized):
συνδυάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδυαζω
IDX:
84440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84441
Key:
Data
{'content': 'to join two and two, couple'}