Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδονέω
συνδοξάζω
συνδορυφορέω
σύνδοσις
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδρωπακίζω
συνδυάζω
συνδυαίνω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
View word page
συνδράω
to do together, help in doing

ShortDef

to do together, help in doing

Debugging

Headword:
συνδράω
Headword (normalized):
συνδράω
Headword (normalized/stripped):
συνδραω
IDX:
84434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84435
Key:

Data

{'content': 'to do together, help in doing'}