Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιψάω
συνδιώκω
συνδίωξις
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδονέω
συνδοξάζω
συνδορυφορέω
σύνδοσις
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδρωπακίζω
συνδυάζω
συνδυαίνω
View word page
συνδουλεύω
to be a fellow-slave with

ShortDef

to be a fellow-slave with

Debugging

Headword:
συνδουλεύω
Headword (normalized):
συνδουλεύω
Headword (normalized/stripped):
συνδουλευω
IDX:
84431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84432
Key:

Data

{'content': 'to be a fellow-slave with'}