Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιορίζομαι
συνδιπλόω
συνδισκεύω
σύνδιφρα
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδίωξις
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδονέω
συνδοξάζω
συνδορυφορέω
σύνδοσις
συνδοτικός
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράσσω
συνδράω
συνδρήστειρα
View word page
συνδοκιμάζω
to examine together

ShortDef

to examine together

Debugging

Headword:
συνδοκιμάζω
Headword (normalized):
συνδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδοκιμαζω
IDX:
84425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84426
Key:

Data

{'content': 'to examine together'}