Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικία
σύνδικος
συνδιογκόομαι
συνδιοικέω
συνδιόλλυμι
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιορίζομαι
συνδιπλόω
συνδισκεύω
σύνδιφρα
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδίωξις
View word page
συνδιοικέω
to administer together with
ShortDef
to administer together with
Debugging
Headword:
συνδιοικέω
Headword (normalized):
συνδιοικέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιοικεω
IDX:
84413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84414
Key:
Data
{'content': 'to administer together with'}