Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικία
σύνδικος
συνδιογκόομαι
συνδιοικέω
συνδιόλλυμι
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιορίζομαι
συνδιπλόω
συνδισκεύω
σύνδιφρα
συνδιψάω
View word page
σύνδικος
one who helps in a court of justice, an advocate
ShortDef
one who helps in a court of justice, an advocate
Debugging
Headword:
σύνδικος
Headword (normalized):
σύνδικος
Headword (normalized/stripped):
συνδικος
IDX:
84411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84412
Key:
Data
{'content': 'one who helps in a court of justice, an advocate'}