Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικία
σύνδικος
συνδιογκόομαι
συνδιοικέω
συνδιόλλυμι
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιορίζομαι
συνδιπλόω
συνδισκεύω
View word page
συνδικέω
to act as one's advocate

ShortDef

to act as one's advocate

Debugging

Headword:
συνδικέω
Headword (normalized):
συνδικέω
Headword (normalized/stripped):
συνδικεω
IDX:
84409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84410
Key:

Data

{'content': "to act as one's advocate"}