Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεπινοέω
ἀντεπιπλέω
ἀντεπιρρέω
ἀντεπίρρημα
ἀντεπισκώπτω
ἀντεπισπάω
ἀντεπίσταλμα
ἀντεπισταλτικός
ἀντεπιστάτης
ἀντεπιστέλλω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιστρέφω
ἀντεπιστροφή
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτείνω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
View word page
ἀντεπιστρατεύω
to take the field against

ShortDef

to take the field against

Debugging

Headword:
ἀντεπιστρατεύω
Headword (normalized):
ἀντεπιστρατεύω
Headword (normalized/stripped):
αντεπιστρατευω
IDX:
8440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8441
Key:

Data

{'content': 'to take the field against'}