Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικία
σύνδικος
View word page
συνδιέρχομαι
go together with, belong to
ShortDef
go together with, belong to
Debugging
Headword:
συνδιέρχομαι
Headword (normalized):
συνδιέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιερχομαι
IDX:
84401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84402
Key:
Data
{'content': 'go together with, belong to'}