Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγύμναστος
ἀγύναιξ
ἄγυνος
ἄγυρις
ἀγυρισμός
ἄγυρμα
ἀγυρτάζω
ἀγυρτεία
ἀγυρτεύω
ἀγύρτης
ἀγυρτικός
ἀγυρτός
ἄγυψος
ἀγχάζω
Ἀγχάρης
ἄγχαυρος
ἀγχέμαχος
ἀγχήρης
ἄγχι
Ἀγχίαλος
ἀγχίαλος
View word page
ἀγυρτικός
fit for an ἀγύρτης, vagabond
ShortDef
fit for an ἀγύρτης, vagabond
Debugging
Headword:
ἀγυρτικός
Headword (normalized):
ἀγυρτικός
Headword (normalized/stripped):
αγυρτικος
IDX:
843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-844
Key:
Data
{'content': 'fit for an ἀγύρτης, vagabond'}