Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
συνδικασία
View word page
συνδιελαύνω
pass

ShortDef

pass

Debugging

Headword:
συνδιελαύνω
Headword (normalized):
συνδιελαύνω
Headword (normalized/stripped):
συνδιελαυνω
IDX:
84397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84398
Key:

Data

{'content': 'pass'}