Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδιίσταμαι
συνδικάζω
View word page
συνδιεκπίπτω
to rush out through together

ShortDef

to rush out through together

Debugging

Headword:
συνδιεκπίπτω
Headword (normalized):
συνδιεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνδιεκπιπτω
IDX:
84396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84397
Key:

Data

{'content': 'to rush out through together'}