Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
συνδιερευνάομαι
συνδιέρχομαι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
View word page
συνδιεκβάλλω
make to pass through with
ShortDef
make to pass through with
Debugging
Headword:
συνδιεκβάλλω
Headword (normalized):
συνδιεκβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συνδιεκβαλλω
IDX:
84394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84395
Key:
Data
{'content': 'make to pass through with'}