Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
συνδιαφθορά
συνδιαφορέω
συνδιαφόρως
συνδιαφυλάσσω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιαχέω
συνδιδάσκω
συνδίδωμι
συνδιεγείρομαι
συνδιεκβάλλω
συνδιεκκύπτω
συνδιεκπίπτω
συνδιελαύνω
συνδιέξειμι
συνδιέπω
View word page
συνδιαχειρίζω
to assist in accomplishing

ShortDef

to assist in accomplishing

Debugging

Headword:
συνδιαχειρίζω
Headword (normalized):
συνδιαχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαχειριζω
IDX:
84389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84390
Key:

Data

{'content': 'to assist in accomplishing'}