Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
συνδιαφαίνομαι
συνδιαφέρω
συνδιαφεύγω
συνδιαφθείρω
View word page
συνδιατηρέω
to assist in maintaining

ShortDef

to assist in maintaining

Debugging

Headword:
συνδιατηρέω
Headword (normalized):
συνδιατηρέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιατηρεω
IDX:
84373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84374
Key:

Data

{'content': 'to assist in maintaining'}