Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
συνδιατρίβω
συνδιαττάω
συνδιατυπόω
View word page
συνδιαταλαιπωρέω
to endure hardship with

ShortDef

to endure hardship with

Debugging

Headword:
συνδιαταλαιπωρέω
Headword (normalized):
συνδιαταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαταλαιπωρεω
IDX:
84369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84370
Key:

Data

{'content': 'to endure hardship with'}