Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαπράσσω
συνδιαρθρόω
συνδιαρκέω
συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρέπομαι
συνδιατρέφω
View word page
συνδιαστρέφω
to distort together

ShortDef

to distort together

Debugging

Headword:
συνδιαστρέφω
Headword (normalized):
συνδιαστρέφω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαστρεφω
IDX:
84366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84367
Key:

Data

{'content': 'to distort together'}