Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπορθμεύομαι
συνδιαπράσσω
συνδιαρθρόω
συνδιαρκέω
συνδιαρράπτω
συνδιαρρέω
συνδιασείω
συνδιασήπω
συνδιασκοπέω
συνδιασπάω
συνδιαστέλλω
συνδιαστρέφω
συνδιασύρω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατείνω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
View word page
συνδιασκοπέω
to look through, examine together with

ShortDef

to look through, examine together with

Debugging

Headword:
συνδιασκοπέω
Headword (normalized):
συνδιασκοπέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιασκοπεω
IDX:
84363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84364
Key:

Data

{'content': 'to look through, examine together with'}