Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεπικουρέω
ἀντεπικράτεια
ἀντεπικρατέω
ἀντεπιλαμβάνομαι
ἀντεπιμελέομαι
ἀντεπιμετρέω
ἀντεπινοέω
ἀντεπιπλέω
ἀντεπιρρέω
ἀντεπίρρημα
ἀντεπισκώπτω
ἀντεπισπάω
ἀντεπίσταλμα
ἀντεπισταλτικός
ἀντεπιστάτης
ἀντεπιστέλλω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιστρέφω
ἀντεπιστροφή
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτείνω
View word page
ἀντεπισκώπτω
mock in return

ShortDef

mock in return

Debugging

Headword:
ἀντεπισκώπτω
Headword (normalized):
ἀντεπισκώπτω
Headword (normalized/stripped):
αντεπισκωπτω
IDX:
8434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8435
Key:

Data

{'content': 'mock in return'}