Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
συνδιαλυμαίνομαι
συνδιαλύω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανέμω
συνδιανεύω
συνδιανήχομαι
συνδιανοέομαι
συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπίπτω
συνδιαπλάσσω
συνδιαπλέκω
View word page
συνδιαμένω
to stand one's ground with

ShortDef

to stand one's ground with

Debugging

Headword:
συνδιαμένω
Headword (normalized):
συνδιαμένω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαμενω
IDX:
84339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84340
Key:

Data

{'content': "to stand one's ground with"}