Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
συνδιαλυμαίνομαι
συνδιαλύω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
View word page
συνδιάκτορος
a fellow
ShortDef
a fellow
Debugging
Headword:
συνδιάκτορος
Headword (normalized):
συνδιάκτορος
Headword (normalized/stripped):
συνδιακτορος
IDX:
84330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84331
Key:
Data
{'content': 'a fellow'}