Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαιτητής
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
συνδιαλυμαίνομαι
συνδιαλύω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
View word page
συνδιακτορέω
join in conducting

ShortDef

join in conducting

Debugging

Headword:
συνδιακτορέω
Headword (normalized):
συνδιακτορέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακτορεω
IDX:
84329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84330
Key:

Data

{'content': 'join in conducting'}