Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
συνδιαλυμαίνομαι
συνδιαλύω
View word page
συνδιακοσμέω
to set in order together

ShortDef

to set in order together

Debugging

Headword:
συνδιακοσμέω
Headword (normalized):
συνδιακοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακοσμεω
IDX:
84327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84328
Key:

Data

{'content': 'to set in order together'}