Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
συνδιαλλάσσω
συνδιαλυμαίνομαι
View word page
συνδιακόπτω
cut through together

ShortDef

cut through together

Debugging

Headword:
συνδιακόπτω
Headword (normalized):
συνδιακόπτω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακοπτω
IDX:
84326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84327
Key:

Data

{'content': 'cut through together'}