Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
View word page
συνδιακινδυνεύω
to share in danger

ShortDef

to share in danger

Debugging

Headword:
συνδιακινδυνεύω
Headword (normalized):
συνδιακινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακινδυνευω
IDX:
84323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84324
Key:

Data

{'content': 'to share in danger'}