Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
View word page
συνδιαίτησις
a living together, intercourse
ShortDef
a living together, intercourse
Debugging
Headword:
συνδιαίτησις
Headword (normalized):
συνδιαίτησις
Headword (normalized/stripped):
συνδιαιτησις
IDX:
84318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84319
Key:
Data
{'content': 'a living together, intercourse'}