Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
View word page
συνδιαιτάομαι
to dwell with

ShortDef

to dwell with

Debugging

Headword:
συνδιαιτάομαι
Headword (normalized):
συνδιαιτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιαιταομαι
IDX:
84317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84318
Key:

Data

{'content': 'to dwell with'}