Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
View word page
συνδιαθερμαίνω
warm thoroughly together

ShortDef

warm thoroughly together

Debugging

Headword:
συνδιαθερμαίνω
Headword (normalized):
συνδιαθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαθερμαινω
IDX:
84313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84314
Key:

Data

{'content': 'warm thoroughly together'}