Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
συνδημιουργός
συνδῃόω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβαπτίζομαι
συνδιαβαστάζω
συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
View word page
συνδιαβιβάζω
to carry through

ShortDef

to carry through

Debugging

Headword:
συνδιαβιβάζω
Headword (normalized):
συνδιαβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβιβαζω
IDX:
84303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84304
Key:

Data

{'content': 'to carry through'}