Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
συνδημιουργός
συνδῃόω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβαπτίζομαι
συνδιαβαστάζω
συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
View word page
συνδιαβαστάζω
carry through together with

ShortDef

carry through together with

Debugging

Headword:
συνδιαβαστάζω
Headword (normalized):
συνδιαβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβασταζω
IDX:
84302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84303
Key:

Data

{'content': 'carry through together with'}