Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
συνδημιουργός
συνδῃόω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβαπτίζομαι
συνδιαβαστάζω
συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
View word page
συνδιαβαίνω
to go through
ShortDef
to go through
Debugging
Headword:
συνδιαβαίνω
Headword (normalized):
συνδιαβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβαινω
IDX:
84299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84300
Key:
Data
{'content': 'to go through'}