Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
συνδημιουργός
συνδῃόω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβαπτίζομαι
συνδιαβαστάζω
View word page
συνδέω
to bind together

ShortDef

to bind together

Debugging

Headword:
συνδέω
Headword (normalized):
συνδέω
Headword (normalized/stripped):
συνδεω
IDX:
84292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84293
Key:

Data

{'content': 'to bind together'}