Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
συνδημιουργός
συνδῃόω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
View word page
συνδεύω
moisten
ShortDef
moisten
Debugging
Headword:
συνδεύω
Headword (normalized):
συνδεύω
Headword (normalized/stripped):
συνδευω
IDX:
84290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84291
Key:
Data
{'content': 'moisten'}