Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
συνδημιουργός
συνδῃόω
συνδιαβαίνω
View word page
σύνδετος
(adj) bound hand and foot; united; (n) band
ShortDef
(adj) bound hand and foot; united; (n) band
Debugging
Headword:
σύνδετος
Headword (normalized):
σύνδετος
Headword (normalized/stripped):
συνδετος
IDX:
84289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84290
Key:
Data
{'content': '(adj) bound hand and foot; united; (n) band'}