Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεπίθεσις
ἀντεπιθυμέω
ἀντεπιθύω
ἀντεπικαλέω
ἀντεπίκειμαι
ἀντεπικηρύσσω
ἀντεπικουρέω
ἀντεπικράτεια
ἀντεπικρατέω
ἀντεπιλαμβάνομαι
ἀντεπιμελέομαι
ἀντεπιμετρέω
ἀντεπινοέω
ἀντεπιπλέω
ἀντεπιρρέω
ἀντεπίρρημα
ἀντεπισκώπτω
ἀντεπισπάω
ἀντεπίσταλμα
ἀντεπισταλτικός
ἀντεπιστάτης
View word page
ἀντεπιμελέομαι
to attend
ShortDef
to attend
Debugging
Headword:
ἀντεπιμελέομαι
Headword (normalized):
ἀντεπιμελέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντεπιμελεομαι
IDX:
8428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8429
Key:
Data
{'content': 'to attend'}