Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
View word page
συνδετέος
to be tied

ShortDef

to be tied

Debugging

Headword:
συνδετέος
Headword (normalized):
συνδετέος
Headword (normalized/stripped):
συνδετεος
IDX:
84286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84287
Key:

Data

{'content': 'to be tied'}