Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
View word page
συνδεσποτεύω
rule at the same time

ShortDef

rule at the same time

Debugging

Headword:
συνδεσποτεύω
Headword (normalized):
συνδεσποτεύω
Headword (normalized/stripped):
συνδεσποτευω
IDX:
84285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84286
Key:

Data

{'content': 'rule at the same time'}