Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
View word page
συνδεσμώτης
a fellow-prisoner

ShortDef

a fellow-prisoner

Debugging

Headword:
συνδεσμώτης
Headword (normalized):
συνδεσμώτης
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμωτης
IDX:
84284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84285
Key:

Data

{'content': 'a fellow-prisoner'}