Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
σύνδηλος
View word page
σύνδεσμος
a bond of union, bond, fastening
ShortDef
a bond of union, bond, fastening
Debugging
Headword:
σύνδεσμος
Headword (normalized):
σύνδεσμος
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμος
IDX:
84283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84284
Key:
Data
{'content': 'a bond of union, bond, fastening'}