Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
συνδέω
View word page
συνδεσμοειδής
of the form of conjunctions

ShortDef

of the form of conjunctions

Debugging

Headword:
συνδεσμοειδής
Headword (normalized):
συνδεσμοειδής
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμοειδης
IDX:
84282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84283
Key:

Data

{'content': 'of the form of conjunctions'}