Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
View word page
συνδέσμιος
convinctus

ShortDef

convinctus

Debugging

Headword:
συνδέσμιος
Headword (normalized):
συνδέσμιος
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμιος
IDX:
84281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84282
Key:

Data

{'content': 'convinctus'}