Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
View word page
συνδεσμεύω
bind together

ShortDef

bind together

Debugging

Headword:
συνδεσμεύω
Headword (normalized):
συνδεσμεύω
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμευω
IDX:
84279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84280
Key:

Data

{'content': 'bind together'}