Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδείκνυμι
συνδεινόω
συνδειπνέω
συνδείπνιον
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
View word page
σύνδενδρος
thickly-wooded

ShortDef

thickly-wooded

Debugging

Headword:
σύνδενδρος
Headword (normalized):
σύνδενδρος
Headword (normalized/stripped):
συνδενδρος
IDX:
84275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84276
Key:

Data

{'content': 'thickly-wooded'}