Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδέδια
συνδείκνυμι
συνδεινόω
συνδειπνέω
συνδείπνιον
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
View word page
συνδενδρόομαι
become a tree together

ShortDef

become a tree together

Debugging

Headword:
συνδενδρόομαι
Headword (normalized):
συνδενδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδενδροομαι
IDX:
84274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84275
Key:

Data

{'content': 'become a tree together'}