Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνδεδεμένως
συνδέδια
συνδείκνυμι
συνδεινόω
συνδειπνέω
συνδείπνιον
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
View word page
συνδενδρία
thickly-wooded place

ShortDef

thickly-wooded place

Debugging

Headword:
συνδενδρία
Headword (normalized):
συνδενδρία
Headword (normalized/stripped):
συνδενδρια
IDX:
84273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84274
Key:

Data

{'content': 'thickly-wooded place'}